- χρησμολύτης
- ο оракул
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρησμολύτης — ο, ΝΜ αυτός που ερμηνεύει χρησμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + λύτης (< λύω), πρβλ. σημειο λύτης, ὠδινο λύτης] … Dictionary of Greek
χρησμολύτην — χρησμολύτης expounder of oracles masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)